- Ἀλκμάων
- Ἀλκμάωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλκμάονα — Ἀλκμάων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκμάονος — Ἀλκμάων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alcmáon — ALCMÁON, ŏnis, Gr. Ἀλκμάων, ονος, Thestors Sohn, welchen Sarpedon vor Troja erlegete. Homer. Il. Μ. v. 394 … Gründliches mythologisches Lexikon
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek